τεχνοτροπημένος

τεχνοτροπημένος
-η, -ο, Ν
(για καλλιτεχνικό έργο) αυτός στον οποίο ακολουθήθηκε ιδιάζον καλλιτεχνικό ύφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. ενός αμάρτυρου ρ. *τεχνοτροπούμαι < τέχνη + τρόπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”